ἀναστήσας

ἀναστήσας
ἀναστήσᾱς , ἀνίστημι
make to stand up
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… …   Dictionary of Greek

  • λασιόπους — λασιόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + πους (< πούς), πρβλ. γυμνό πους, καλλί πους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”